- σεγκούνα
- σεγκούνα, η και σιγκούνα, η και σεγκούνι, το(λ. αλβαν.), γυναικείο επανωφόρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιούρντα — και γιούλντα, η και γιουρντί, το μάλλινο πανωφόρι χωρίς μανίκια τών γυναικών από την Πελοπόννησο, παρόμοιο προς τη σεγκούνα ή το σεγκούνι τών βόρειων επαρχιών … Dictionary of Greek
σεγγούνι — και σεγκούνι, το, και σεγγούνα και σεγκούνα, η, Ν βλ. σιγκούνι … Dictionary of Greek
σιγκούνι — (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1903. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 14,8 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,2 από τον Ήλιο. * * * και σιγγούνι και σιγούνι… … Dictionary of Greek